βυτίο — το 1. βαρέλι 2. μεταλλικό δοχείο μεγάλων διαστάσεων για εναποθήκευση ή μεταφορά υγρών καυσίμων, λυμάτων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (βλ. και βουτσί)] … Dictionary of Greek
βυτιοφόρο — το όχημα εφοδιασμένο με βυτίο για τη μεταφορά υγρών καυσίμων ή λυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυτίο + φορο < φέρω. Η λ. βυτιοφόρος μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διεκρευστήρας — ο [διεκρέω] (για δεξαμενή, βυτίο κ.λπ.) σωλήνας με στρόφιγγα απ όπου τρέχει νερό, κρασί κ.λπ … Dictionary of Greek
κάδος — (I) ο (AM κάδος) κουβάς, ξύλινο ή μετάλλινο δοχείο για εναπόθεση, άντληση ή μεταφορά νερού ή άλλου υγρού («φοινικηΐου φ68οίνου κάδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. ξύλινο δοχείο για πήξιμο τυριού 2. ξύλινο βυτίο για ζύμωση γλεύκους 3. φρ. (μεταλργ.) «κάδος… … Dictionary of Greek
καινόκουφον — καινόκουφον, τὸ (Α) πάπ. καινούργιο βαρέλι, νέο βυτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + κοῡφος. Ήδη διακρίνεται η μεταβολή τής σημασίας τού β συνθετικού (από «ελαφρύς» σε «κοίλος»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. κούφιος] … Dictionary of Greek
κατασταμνίζω — (Α) 1. μεταγγίζω κρασί από βυτίο σε μικρότερο πήλινο αγγείο 2. φρ. «οἶνος κατεσταμνισμένος» κρασί σε σταμνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σταμνίζω (< στάμνος), πρβλ. συ σταμνίζω] … Dictionary of Greek
μισοβούτσι(ν) — μισοβούτσι(ν), τὸ (Μ) μισό βουτσί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * + βουτσίν «βυτίο, βαρέλι»] … Dictionary of Greek
μποτίλια — η 1. γυάλινο δοχείο με στενό λαιμό για νερό ή άλλα υγρά, φιάλη, μπουκάλα 2. φιάλη υγραερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. bottiglia < μσν. λατ. butticula, υποκορ. τού buta < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (πρβλ. βυτίο] … Dictionary of Greek
νεόκουφον — νεόκουφον, τὸ (Α) καινούργιος κάδος, καινούργιο βαρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κοῦφον «βυτίο, βαρέλι»] … Dictionary of Greek
οινοθήκη — οἰνοθήκη, ἡ (ΑΜ) οιναποθήκη αρχ. βυτίο, βαρέλι κρασιού … Dictionary of Greek