βυτίο

βυτίο
το
μεγάλων διαστάσεων, κυλινδρικό βαρέλι μέσα στο οποίο βάζουν νερό ή λάδι ή κρασί ή άλλα ρευστά: Έχω παραγγείλει ένα βυτίο με πετρέλαιο για να γεμίσουμε το ντεπόζιτο του καυστήρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βυτίο — το 1. βαρέλι 2. μεταλλικό δοχείο μεγάλων διαστάσεων για εναποθήκευση ή μεταφορά υγρών καυσίμων, λυμάτων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (βλ. και βουτσί)] …   Dictionary of Greek

  • βυτιοφόρο — το όχημα εφοδιασμένο με βυτίο για τη μεταφορά υγρών καυσίμων ή λυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυτίο + φορο < φέρω. Η λ. βυτιοφόρος μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • διεκρευστήρας — ο [διεκρέω] (για δεξαμενή, βυτίο κ.λπ.) σωλήνας με στρόφιγγα απ όπου τρέχει νερό, κρασί κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κάδος — (I) ο (AM κάδος) κουβάς, ξύλινο ή μετάλλινο δοχείο για εναπόθεση, άντληση ή μεταφορά νερού ή άλλου υγρού («φοινικηΐου φ68οίνου κάδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. ξύλινο δοχείο για πήξιμο τυριού 2. ξύλινο βυτίο για ζύμωση γλεύκους 3. φρ. (μεταλργ.) «κάδος… …   Dictionary of Greek

  • καινόκουφον — καινόκουφον, τὸ (Α) πάπ. καινούργιο βαρέλι, νέο βυτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + κοῡφος. Ήδη διακρίνεται η μεταβολή τής σημασίας τού β συνθετικού (από «ελαφρύς» σε «κοίλος»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. κούφιος] …   Dictionary of Greek

  • κατασταμνίζω — (Α) 1. μεταγγίζω κρασί από βυτίο σε μικρότερο πήλινο αγγείο 2. φρ. «οἶνος κατεσταμνισμένος» κρασί σε σταμνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σταμνίζω (< στάμνος), πρβλ. συ σταμνίζω] …   Dictionary of Greek

  • μισοβούτσι(ν) — μισοβούτσι(ν), τὸ (Μ) μισό βουτσί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * + βουτσίν «βυτίο, βαρέλι»] …   Dictionary of Greek

  • μποτίλια — η 1. γυάλινο δοχείο με στενό λαιμό για νερό ή άλλα υγρά, φιάλη, μπουκάλα 2. φιάλη υγραερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. bottiglia < μσν. λατ. butticula, υποκορ. τού buta < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (πρβλ. βυτίο] …   Dictionary of Greek

  • νεόκουφον — νεόκουφον, τὸ (Α) καινούργιος κάδος, καινούργιο βαρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κοῦφον «βυτίο, βαρέλι»] …   Dictionary of Greek

  • οινοθήκη — οἰνοθήκη, ἡ (ΑΜ) οιναποθήκη αρχ. βυτίο, βαρέλι κρασιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”